Παννονία

Παννονία
Αρχαία χώρα της κεντρικής Ευρώπης, που περιλάβαινε τμήματα των σημερινών χωρών Ουγγαρίας, Αυστρίας, πρώην Γιουγκοσλαβίας, και η οποία κατοικήθηκε από πολεμικό λαό ιλλυρικής καταγωγής. Τον 1o αι. π.Χ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και αποτέλεσε μέρος της επαρχίας του Ιλλυρικού (9ος αι. π.Χ.). Αργότερα, το Ιλλυρικό διαιρέθηκε σε δύο επαρχίες, τη Δαλματία και την Π., ενώ η τελευταία, στις αρχές του 2ου αι., υποδιαιρείται σε Άνω και Κάτω Π. Σε σπουδαία στρατηγική θέση, εκρωμαΐζεται εύκολα και τον 3o αι. δίνει στην αυτοκρατορία δύο αξιόλογους αυτοκράτορες: τον Αυρηλιανό και τον Πρόβο. Με τις μεγάλες μετακινήσεις των βαρβάρων του 4ου αι. και τις εγκαταστάσεις τους στα ρωμαϊκά εδάφη, αρχίζει η διαδοχική εγκατάσταση διαφόρων λαών στην Π. Έτσι, τους Γότθους, που έρχονται τον 4o αι., ακολουθούν οι Ούννοι τον 5o, οι Λογγοβάρδοι το α’ μισό του 6ου αι. και οι Άβαροι το β’. Τέλος, τον 9o αι., εγκαθίστανται οι Ούγγροι. Από τις σπουδαιότερες πόλεις της Π., που τον 4o αι. εμφανίζεται χωρισμένη σε τέσσερις επαρχίες, είναι η Βιντεμπόνα (σημερινή Βιέννη), το Ακουίνκουμ (σημερινή Βουδαπέστη), το Σίρμιον κ.ά. Δυο γυναίκες και ένας άντρας με παννονικές ενδυμασίες, ρωμαϊκό γλυπτό από την Παννονία. (Εθνικό Μουσείο, Βουδαπέστη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Паннония — (Παννονία) одна из значительных южно дунайских областей римской империи, ограниченная на З горой Cetius и частью Норических Альп, на Ю р. Савой (Savus), на В и С Дунаем. Соседними с П. областями были на С Германия, на Ю Иллирия, на В Дакия, на З… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПАННОНИЯ —    • Pannonĭa,          Παννονία, страна, расположенная около нижнего течения Дуная. П. вместе с Нориком и Рецией составляла во время Августа провинцию Иллирию и только со времен Клавдия различалась от двух названных стран и получила более точные …   Реальный словарь классических древностей

  • Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε …   Dictionary of Greek

  • Σίρμιον — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κάτω Παννονίας, στην αριστερή όχθη του Σαύου ποταμού, γνωστή και με το όνομα Σέρμιον. Ιδρύθηκε από τους Ταυρίσκους, στη διασταύρωση πολλών εμπορικών δρόμων. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, το Σ., εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …   Dictionary of Greek

  • νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμίνος — (Maximinus). Όνομα δύο Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Μ. ο Θραξ (Γάιος Ιούλιος Βήρος, 173 – 238 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (235 38 μ.Χ.). Ήταν χωρικός και καταγόταν από γοτθική φυλή της Θράκης. Είχε δυνατή σωματική διάπλαση, έτσι ο αυτοκράτορας… …   Dictionary of Greek

  • Πρίσκος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Σεπτεμβρίου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του τιμάται στις 7η Δεκεμβρίου. 3. Ήταν στρατιώτης και μαρτύρησε στη Σεβάστεια επί Λικίνιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”